Home Άρθρα Ιστορία: Κ’ τσα Τσι ‘Λιες (Κουκιά και Ελιές)

Ιστορία: Κ’ τσα Τσι ‘Λιες (Κουκιά και Ελιές)

787
0

Της κυρά Μαριγώς ο άντρας, νοικοκύρης άνθρωπος, όπως οι πιο πολλοί στο χωριό, ήταν καφετζής στο επάγγελμα, αλλά είχε και τα κτηματάκια του με ελιές που εκτός από το λάδι του σπιτιού, του άφηναν κι ένα μικρό εισόδημα για ώρα ανάγκης. Το χειμώνα, στη “μαξουλοχρονιά’’, έκλεινε την ημέρα το καφενέ του, φόρτωνε τα σύνεργά του, καλαθίδες, τσουβάλια, και ότι άλλο χρειαζόταν, στον γαϊδουράκο του και παρέα με την γυναίκα του, πήγαινε για το “λιομάζωμα’’.
Το απόγευμα ξεφόρτωναν τις ελιές στο λιοτρίβι, “στα κελιά’’ και στη συνέχεια άνοιγε τον καφενέ του για να περιποιηθεί τους πελάτες του, προσφέροντάς τους ένα ζεστό μερακλίδικο καφέ, μιά καυτή φουσκουμ’λιά ή σουμάδα και κάπου – κάπου κανά ρακί ή κονιάκ με ζαβλαπίδες [στραγάλια].

Αυτό το βάσανο από νύχτα σε νύχτα κρατούσε όλους σχεδόν τους χειμωνιάτικους μήνες, μιάς και τότε ούτε αυτοκίνητα υπήρχαν, ούτε δρόμοι αγροτικοί και ο αργοκίνητος γάιδαρος, αλλά και οι άνθρωποι χρειάζονταν αρκετές ώρες για να πάνε και να ’ρθούνε απ’ τα κτήματά τους. Η κυρά Μαριγώ, εκείνη την περίοδο άφηνε τις δουλειές του σπιτιού στη μοναχοκόρη της, το Λενιώ. Σαν μοναχοπαίδι όμως ήταν λίγο παραχαϊδεμένη και κακομαθημένη και γι’ αυτό όλο και κάτι θ’ άφηνε μισοτελειωμένο, γιατί τάχα δεν πρόφθανε ή δεν ήξερε να το κάνει, αλλά μάλλον δεν έδινε και πολύ μεγάλη σημασία στις δουλειές του σπιτιού, γιατί δεν της πολυάρεσαν. Μια μέρα το κακό παράγινε, αφού η Λενιώ ξέχασε να πάει στη βρύση και να γεμίσει “τα κ’μάρια και τις λαγίνες’’. Όταν η μάνα της γύρισε στο σπίτι και διαπίστωσε ότι δεν είχαν νερό ούτε για να πιούνε έγινε θηρίο ανήμερο, γιατί η βρύση ήταν κάπως μακριά απ’ το σπίτι και ο κακοφωτισμένος δρόμος έκανε τη νύχτα ακόμα πιο δύσκολη τη διαδρομή.

Περνούσαν οι μέρες και ο θυμός της δεν έλεγε να της περάσει. Σκεπτόταν συνέχεια τι μάθημα έπρεπε να της δώσει για τιμωρία. Μια μέρα που έβρεχε και δε μπορούσαν να πάνε για ελιές σκέφτηκε ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία. Κατέβηκε στο κατώι, πήρε “το σοφρά” με “τα κτσά’’, που ήταν κρεμασμένος “στις πατόδιπλες’’ και βγήκε έξω στην πλακόστρωτη αυλή του σπιτιού και σκόρπισε “τα κτσά’’ γύρω – γύρω. Κατόπιν βγάζει και τα δυό “κολντιμίρια” της εξώπορτας, ανοίγει διάπλατα και τα δυό φύλλα της, για να μπαίνει μπόλικος κρύος αγέρας και αρχίζει να φωνάζει τη Λενιώ πού ακόμα κοιμόταν στο ζεστό ξυλοκρέβατό της. Κατατρομαγμένη η μικρή κατεβαίνει τις σκάλες, βλέπει τη μάνα της να κρατά μια “καλαθίδα’’ και να της λέει να τρέξει γρήγορα και να μαζέψει όλα τα “κτσά’’ απ’ την αυλή. Τρέμοντας απ’ το κρύο και το φόβο η Λενιώ έτρεξε αμέσως να εκτελέσει την εντολή της μητέρας της. Μάζεψε γρήγορα “τα κτσά’’ και έσπευσε να πάει πάλι για το κρεβάτι της.

Τότε η μάνα της ξανασκορπά τον καρπό στην αυλή και της λέει να τα ξαναμαζέψει. Αυτό συνεχίστηκε αρκετές φορές μέχρι που το Λενιώ αποκαμωμένη και παγωμένη απ’ τη βροχή και το κρύο έπεσε στα γόνατα και παρακαλούσε τη μάνα της να σταματήσει το μαρτύριό της. Η κυρά Μαριγώ, που εκείνες τις στιγμές υπέφερε μαζί με τη μοναχοκόρη της, της λέει, με ύφος αυστηρό, ότι αν άλλη φορά αμελήσει για τις δουλειές του σπιτιού, τότε θ’ ακολουθήσει τους γονείς της στο κτήμα, για να μαζεύει με τον ίδιο τρόπο ελιές. Η μικρή Λενιώ κατάκοπη όπως ήταν κατάλαβε αμέσως το μάθημά της και από τότε έγινε εξαιρετική νοικοκυρά, καλή μαγείρισσα και πάντα έλαμπε το σπίτι από καθαριότητα και τάξη. Έτσι το πάθημά της έγινε μάθημα που την ακολουθούσε σ’ όλη τηςτη ζωή.

Συντάκτης: ΚΛΕΑΝΘΗ. Απο το Περιοδικό “Πλωμαρίτικοι Αντίλαλοι”.

Facebook comments:

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here