Home Άρθρα «Στέκομαι εδώ αβοήθητος»

«Στέκομαι εδώ αβοήθητος»

418
0

Γράφει ο Μαυραγάνης Ξενοφών. «Η αλήθεια είνι μαλώτιργια», επαναλάμβανε αδιαλείπτως, η γιαγιά μου, ενώ πολύ αργότερα έμαθα – να μου συγχωρηθεί ο προσωπικός τόνος -, πως ο δάσκαλος της δημοσιογραφίας Χρήστος Πασαλάρης επιτάσσει «Την αλήθεια κι ας πονάει». Και πίστεψα πως αυτό είναι το σωστό. Τηρώντας το, στο βαθμό που, κάθε φορά, άντεχα.

Την αλήθεια προς κάθε κατεύθυνση εχθρών και φίλων. Που καμμιά φορά, όταν αυτή η αλήθεια τούς πονά, μετατρέπονται σε εχθρούς.

Χωρίς ποτέ να λογαριάζω ότι:
«Κάποιοι – αναπόφευκτα – στα χείλη τους θα σε προφέρουν,
οι σκέψεις σου θα αλλοιωθούν, θα σου αποδώσουν,
ψιθυριστά προθέσεις…»
Ψιθυριστά, αυτό που σκοτώνει, δολοφονεί, φθείρει και δεν μπορεί με τίποτα να αποκατασταθεί ή να διορθωθεί. Ούτε φυσικά να πολεμηθεί. Και έρπει. Όπως το φίδι, το φαρμακερό, το δηλητηριώδες, το που μοιράζει τις δαγκωματιές του, χωρίς διάκριση.
Το φοβερό με την περίπτωση είναι πως συμπίπτουν στο άθλιο πρόσωπό μου δύο ιδιότητες. Αυτή του δημοσιογράφου και του προέδρου του πολιτιστικού σωματείου «Λέσχη Πλωμαρίου Βενιαμίν ο Λέσβιος». Που κάποιοι – ίσως περισσότεροι απ’ όσους θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί – επιθυμούν διακαώς και επιδιώκουν την εξαφάνισή του. Και σύμφωνα με την γνωστή ρήση, όταν δεν μπορούν να χτυπήσουν τον γάιδαρο, χτυπούν το σαμάρι.
Θέλουν τον δημοσιογράφο σιωπηλό, τυφλό και άλαλο. Να μη βλέπει, να μην κριτικάρει, να μην παρατηρεί. Γιατί όλα αυτά σημαίνουν έλεγχο και έλεγχο καμμιά εξουσία, όσο μικρή κι ασήμαντη κι αν είναι, δεν μπορεί να ανεχθεί.
Δεν υπάρχει περίπτωση να είσαι ανεκτός ή πολύ περισσότερο συμπαθής αν μιλάς για τους πεζόδρομους που μεταβάλλονται σε αυλές καταστημάτων, τις πλατείες που γίνονται πάρκινγκ, χάριν ιδιωτικών συμφερόντων, τους θορύβους που δεν αφήνουν τον κόσμο -αυτόν που φιλοξενείς- να κοιμηθεί, την χωρίς άδεια εκτέλεση κτηριακών έργων από λειτουργούς του Υψίστου, που κατά τα άλλα απαιτούν την τήρηση των θείων νόμων, την έλλειψη πολιτιστικού πολιτισμού, την αδιαφορία των αρχών -όλων των αρχών που έπαψαν προ πολλού να επιτελούν τον ρόλο τους- για το τι συμβαίνει και το τι δεν πρέπει να συμβαίνει, για τον αυτισμό που τους έχει κυριεύσει, μέσα από την ψευδαίσθησή τους, ότι ασκούν δημόσια διοίκηση, ενώ το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το άτομό τους. Να μην θυμίζει στον κόσμο πως το λαογραφικό μουσείο και η βιβλιοθήκη είναι ερμητικά κλειστά, ότι το φράγμα του Σεδούντα δεν προχώρησε πόντο, ότι το προοριζόμενο για ναυτικό μουσείο κτήριο κινδυνεύει ώρα την ώρα να καταρρεύσει, ότι το πάρκινγκ αυτοκινήτων στον Ταρσανά παραμένει ως σχεδιασμός.
Όταν τα λες αυτά και τα επισημαίνεις, είσαι ο ξένος, ο απόβλητος, ο τρισκατάρατος, αυτός που πρέπει να φεύγει το συντομότερο δυνατόν. Γιατί διαταράσσει την, ούτως ειπείν, κοινωνική ισορροπία – διάβαζε κοινωνική ανοχή – που έχει επιτευχθεί. Και που βολεύει – προσωρινά βέβαια – όλους. Δεν θέλουν να μιλά κανείς γι αυτές τις παθογένειες. Γιατί
«Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε,
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε,
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και
το αλφαβητάρι του παιδιού μας …».
Όπως χρόνια και χρόνια οι Έλληνες φοβόντουσαν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, μέρα με την ημέρα διαφοροποιούνταν από τα γνωστά στερεότυπα κι έτσι σήμερα εκβιάζονται και απειλούνται από τους κηδεμόνες μας, που κάνουν πια ό,τι θέλουν χωρίς να μας ρωτούν και χωρίς να παίρνουν υπόψη τη γνώμη μας, όταν κάποια στιγμή τολμούμε να την πούμε. Γιατί όταν είχαμε τον χρόνο – πολίτες και πολιτικοί – δεν θέλαμε να αλλάξουμε τίποτα. «Όπως τα βρήκαμε», που έλεγε η γιαγιά μου.
Έτσι λοιπόν και στην παρούσα περίπτωση, όλοι όσοι ενοχλούνται από την ύπαρξη του δημοσιογράφου, που λέει δυνατά όσα όλοι τους συζητάνε εν είδει κουτσομπολιού, ψιθυριστά να μην τους ακούσει κανένας, κι ας τα ξέρουν όλοι, επιτίθενται κατά του πολιτιστικού σωματείου, που προσπαθεί με χίλιες δυσκολίες, με εκατομμύρια στερήσεις, με την καταβολή δυνάμεων λίγων ανθρώπων, να επιβιώσει, ενώ θα ‘πρεπε να ήταν το καύχημα του Πλωμαριού κι η κόρη των οφθαλμών του. Γιατί ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί ότι στην Αγιάσο θα υπήρχαν άνθρωποι που ονειρεύονται την αναστολή λειτουργίας του Αναγνωστηρίου, στο Μόλυβο της ιστορικής Βιβλιοθήκης, στη Μυτιλήνη το κλείσιμο του Φιλοτεχνικού Ομίλου.
Κι οι άλλοι; Αυτοί που βλέπουν με ευμενές μάτι τη δραστηριότητα, που μόνο έξω από το χωριό μας γίνεται ιδιαίτερα αισθητή; Εφαρμόζουν την πολιτική των ίσων αποστάσεων. Γιατί κι αυτοί δεν θέλουν να τα χαλάσουν με την εξουσία. Πού ξέρεις, κάποια στιγμή, μπορεί να τους φανεί χρήσιμη.
Γιατί δεν υποπτεύονται πως ο κριτικός θεάτρου σε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα, που αμφιβάλω αν τον διαβάζουν, λέει στο «Κερί» του.
«Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τ’ άλλα (σ.σ. κεριά)
όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ θα λάμπω».

Μανόλης Ναγνωστάκης, «Αυτοί δεν είναι οι δρόμοι που γνωρίσαμε»
Τάσος Λειβαδίτης, «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»
Γιάννης Βαρβέρης, «Το κερί»

rahidi@in.gr

Comments Closed