Home 10 Γράμματα Κατοχής Η ιστορία του Πλωμαρίου της κατοχής μέσα από 10 γράμματα προγόνων μας...

Η ιστορία του Πλωμαρίου της κατοχής μέσα από 10 γράμματα προγόνων μας – Το σωτήριον ελαιόλαδο, η ανταλλακτική οικονομία, οι κακουχίες κ.α.

3784
0

Το Πλωμάρι εκτός από το ούζο, ήταν και είναι ξακουστό και για το ελαιόλαδο που παράγει και μέχρι κάποια εποχή και για το σαπούνι. Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής-ναζιστικής κατοχής το ελαιόλαδο έπαιξε σωτήριο ρόλο για επιβίωση των προγόνων μας. Λόγω της κατοχής η δραχμή και όσα νομίσματα έκαναν τότε την εμφάνιση τους, γρήγορα έχασαν την αξία τους και ο κόσμος για να αντεπεξέλθει στράφηκε όπως ήταν φυσικό στην ανταλλακτική οικονομία.

Δέκα Γράμματα Κατοχής

Υπάρχουν δέκα “κατοχικά” γράμματα που διασώζονται και έχουν δημοσιευτεί στο βιβλίο με τίτλο “Προς το παρόν υγιαίνω” του συμπολίτης μας, κ. Ξενοφών Μαυραγάνη, θα δημοσιεύεται από το Plomarinews ένα κάθε εβδομάδα. Μέσα σε αυτά τα δέκα γράμματα έχει καταγραφεί ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του Πλωμαρίου της κατοχής. Στο μακρινό φθινόπωρο του 1941 όταν η χώρα είχε συνθηκολογήσει και βρισκόταν επίσημα υπό κατοχή, ο τότε Δήμαρχος(Συνεργάτης των Γερμανών) και οι ντελάληδες ενημέρωσαν τους κατοίκους ότι μπορούν να στείλουν γράμμα σε συγγενείς ή φίλους τους που βρίσκονται στο εξωτερικό ή βρίσκονται σε καθεστώς αιχμαλωσίας ή και ακόμα αν αγνοείται η τύχη τους. Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός θα αναλάμβανε την αποστολή. Τα γράμματα αυτά όπως θα διαβάσετε και παρακάτω, πέρασαν από διαδικασία λογοκρισίας στο τότε δημαρχείο. Είναι άγνωστο πόσα έφτασαν στους παραλήπτες τους και πόσα κατέληξαν στα σκουπίδια.

Σήμερα δημοσιεύουμε τον πρόλογο για τα “Δέκα Γράμματα Κατοχής” από τον συγγραφέα του βιβλίου και την 28η Οκτωβρίου θα δημοσιευτεί το πρώτο γράμμα:

Δέκα Γράμματα Κατοχής

Γράφει ο Ξενοφών Μαυραγάνης στο βιβλίο του με τίτλο “Προς το παρόν υγιαίνω”. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, την ώρα δηλαδή που κηρύσσοταν ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, ήμουν ακριβώς έξι μηνών και 28 ημερών. Ως εκ τούτου, ήταν απόλυτα φυσικό να μην αντιληφθώ ούτε την επιστράτευση του πατέρα μου, που ως διανύων την δεύτερη εφεδρεία τοποθετήθηκε στην επιμελητεία Λέσβου στη Μυτιλήνη, δηλαδή όχι σε εμπόλεμη και άρα επικίνδυνη ζώνη, ούτε την αναστάτωση, την ανησυχία, την αγωνία και τον φόβο της οικογένειας, του χωριού και της γειτονιάς μου για τα μελλούμενα να συμβούν.

Όπως έμαθα αργότερα, κυρίως από τα διαβάσματα μου και τις αφηγήσεις, σ’ όλη τη χώρα επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός για τη νίκη που προδιαγραφόταν στην ελληνοϊταλική σύγκρουση, πράγμα που, από όσο κατάλαβα, δεν είχε επικρατήσει στη γειτονιά μου, όπου μάλλον είχε κυριαρχήσει, πέραν του φόβου, ο σκεπτικισμός.

Αυτό που καταπλάκωνε τα πάντα, απ’ άκρου σ άκρο στο χωριό μου, ήταν η φοβερή αγωνία για την τύχη των συγγενών τους που ζούσαν στο εξωτερικό, αφού με την πρώτη τουφεκιά διακόπηκε η επικοινωνία μαζί τους, που γινόταν αποκλειστικά με το ταχυδρομείο. Γιατί το χωριό μου είχε, και έχει ακόμα, πάρα πολλούς ξενιτεμένους. Στην Αφρική, στην Αυστραλία, στην Αμερική, βόρεια και νότια, στον Καναδά. Ακόμα και στην Ινδονησία μπορούσες να συναντήσεις Πλωμαρίτες ξενιτεμένους. Λέγανε, και σωστά, πώς σ’ όλο τον κόσμο ζούσε ενάμιση Πλωμάρι, κάπου δέκα χιλιάδες άνθρωποι δηλαδή.

Έτσι, μετά τον Οκτώβριο του 1940, κανείς δεν γνώριζε τι γίνονταν τα παιδιά του, τα εγγόνια του, τα αδέρφια του που βρίσκονταν στα πέρατα του κόσμου. Και πιο πολύ σε χώρες που ήταν ενταγμένες στο αντίπαλο στρατόπεδο από τους ναζί και τους φασίστες, που έβαλαν μπρος ν’ αλλάξουν τον παγκόσμιο χάρτη. Δηλαδή κυρίως σε χώρες του βρετανικού στέμματος, με τους οποίους δεν μπορούσαν πια με μια κόλλα χαρτιού να ανταλλάξουν τα νέα τους, τους πόνους τους, τους φόβους τους, τα μυστικά τους.

Έπρεπε πια να ξεχάσουν πως είχανε αδέρφια, παιδιά κι εγγόνια ή γονείς στις τέσσερις άκρες του κόσμου. Ούτε γράμμα, ούτε γραφή. Θα μάθαιναν κι από τις δυο μεριές ό,τι θα συνέβαινε μετά το τέλος αυτού του μακελειού, που ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί συνέβη.
Εκεί στη γωνιά του κόσμου που την έβρεχε η θάλασσα και το ευλογημένο ούζο, που τουλάχιστον σ΄έκανε να ξεχνάς έστω για λίγες ώρες ό,τι κακό συνέβαινε γύρω σου. Ακόμα και τον πονόδοντο μπορούσε να εξαφανίσει.

Κι αργότερα, βέβαια, όταν τον Μάιο του 1941 σίγησαν τα όπλα και τελείωσε ο πόλεμος με ολοκληρωτική επιβολή των Γερμανών, ούτε που κατάλαβα πως επέστρεψε ο πατέρας μου, πολίτης πια αλλά και σκλάβος, πως δεν γύρισαν πολλοί άλλοι χωριανοί μου που πολεμούσαν στα βουνά της Μακεδονίας και της Ηπείρου, που τα ονόματα τους τώρα κατακλύζουν τις μαρμάρινες στήλες του Ηρώου Πεσόντων, που σχεδόν κανείς δεν τα διαβάζει, ούτε και που τους δίνει σημασία, κι ούτε είχα ιδέα τότε ότι με πότιζαν γάλα γαϊδούρας, ανακατεμένο με κατσικίσιο, και γιατί το τελευταίο λέγανε πως δεν έφτανε και γιατί, καθώς υποστήριζαν, αυτό το μείγμα ήταν πιο θρεπτικό και δυναμωτικό. Παρά ταύτα έμεινα κατά κοινή ομολογία κοντός ή, κατά επιεική έκφραση, μετρίου αναστήματος. Πάντως δεν περνούσα και άσκημα, κι ας ήμουνα περίπου δεκατριών μηνών.

Σκότος λοιπόν και πλήρης άγνοια για την κατάσταση μερικών χιλιάδων Πλωμαριτών που ζούσαν στα ξένα και δεν μπορούσαν να έχουν επαφή με τους δικούς τους και για την τύχη κάποιων άλλων που από τα αλβανικά βουνά, όπου πολεμούσαν, δεν είχαν γυρίσει ή δεν είχαν δώσει σημεία ζωής. Χωρίς ωστόσο οι οικογένειες τους να λάβουν το τυποποιημένο γράμμα του Γενικού Επιτελείου, με το οποίο πληροφορούνταν, “μετά μεγάλης θλίψεως”, ότι ο δικός τους “έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος, διά την τιμής και τα δίκαια του Έθνους”.
Το ταχυδρομείο λειτουργούσε, όπως λειτουργούσε, αλλά μόνο για το εσωτερικό της χώρας. Ένα γράμμα μπορούσε να κάνει και μια εβδομάδα να πάει από το Πλωμάρι στην Καλλονή και ίσως και δεκαπέντε μέρες να φτάσει στην Αθήνα.

Τα λίγα ραδιόφωνα που λειτουργούσανε κρυφά, στα σπίτια μερικών γενναίων, δεν έλεγαν τίποτα άλλο εκτός από τα νέα του πολέμου. Οι γριές μανάδες και γιαγιάδες έβγαζαν από τα σεντούκια τα φυλαγμένα σαν άγιο μύρο προηγούμενα γράμματα με τα πολύχρωμα “πουλιά” απάνω τους και τα κοίταζαν με λατρεία, χωρίς να μπορούν οι πιο πολλές να τα διαβάσουν, μήπως και ανακαλύψουν κάτι άλλο, κάτι καινούργιο που στην προηγούμενη ανάγνωση δεν το κατάλαβαν. Μάταια.

Τίποτα από όλα όσα συνέβαιναν δεν μπορούσα να αντιληφθώ, αφού το μόνο που με ενδιέφερε, ως αναπτυσσόμενο βρέφος, ήταν η λήψη της τροφής μου σε τακτά διαστήματα, τα οποία, όταν ξεπερνούσαν τα ανεκτά όρια, προκαλούσαν την έκρηξη του θυμού μου, που πάντα εκδηλωνόνταν με γοερά κλάματα.

Κι ούτε που κατάλαβα τότε κάτι, που αργότερα εννόησα τη μεγάλη σημασία του, πως ο πατέρας μου έκοψε το τσιγάρο, που η υπηρεσία του χορηγούσε ως ένα μέρος του μισθού του, για να προμηθεύεται είδη υψηλής διατροφικής αξίας, όπως βούτυρο, μέλι, ζάχαρη και άλλα, φροντίζοντας για την ανάπτυξη μου. Άλλωστε ο μισθός που τελικά οι δημόσιοι υπάλληλοι εισέπρατταν σε χαρτοσακούλες ήταν εντελώς αδιάφορος και άνευ ουδεμίας αξίας, αφού τη μια μέρα προσφέροντας τον ολόκληρο αγοράζοντας μια οκά κουκιά και την άλλη, με το ίδιο ακριβώς ποσό, διακόσια πενήντα δράμια. Τέτοια, λένε, ήταν η ιλιγγιώδης πτώση της αξίας της δραχμής. Που τότε την μετρούσανε με εκατομμύρια. Οπότε στις συναλλαγές επικράτησε η ανταλλαγή σε είδος. Και το, υπό αίρεση, ελληνικό δημόσιο, φρόντιζε να εφοδιάζει τους υπαλλήλους με είδη χρήσιμα για επιβίωση τους, όπως σιτάρι, ζάχαρη, ρύζι, μακαρόνια και άλλα, παρά με σακούλες άχρηστων χαρτονομισμάτων.

Και πώς να μάθω και να πληροφορηθώ πως, για να αντιμετωπίσουνε το φάσμα της πείνας οι δικοί μου, φόρτωσαν μια μέρα ο πατέρας μου μ’ ένα φίλο του τέσσερα τουλούμια λάδι σε δυο γαϊδάρους και παίρνοντας έναν τρίτο μαζί τους, βοηθητικό για να τους ξεκουράζει στον δρόμο, ξεκίνησαν για την Καλλονή, ογδόντα χιλιόμετρα μακριά, ν’ ανταλλάξουν το λάδι με σιτάρι που φύτρωνε μπόλικο στον εύφορο κάμπο της.

Τρεις μέρες κάνανε να πάνε, τρώγοντας παξιμάδι και ελιές, κι επειδή βρήκανε φόρτωμα για τρία γαϊδούρια, αποφασίσανε να γυρίσουνε με τα πόδια, μη χάσουνε την ευκαιρία να αποκτήσουν λίγο σιτάρι παραπάνω.

Και γυρίσανε, λέει, πτώματα και με πρησμένα πόδια, κάνοντας πάνω από εβδομάδα να συνέλθουν. Ευτυχώς που για αποζημίωση των γαϊδουριών υπήρχε μπόλικο χορτάρι. Και ευτυχώς που για τους ανθρώπους των χωριών μας περίσσευε το λάδι, κι ας το ‘κλεβαν “νόμιμα” οι εγκάθετοι των Γερμανών, καθώς και κάθε είδους λαχανικό που φρόντιζαν να φυτεύουν στους κήπους, στις πεζούλες και στις αυλές τους.

Μαύρο σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα, κι ό,τι μαθαίνανε στη γειτονιά, το λέγανε ψιθυριστά, μέχρι κι οι δυο γειτόνισσες Αμερισούδες σταμάτησαν να φωνάζουν η μια στην άλλη τα νέα και τις αφλουγιές από τα παράθυρα τους και πύκνωσαν τις μεταξύ τους επισκέψεις, να λένε τον πόνο τους και ν’ αναστενάζουν πού και πού βαθιά.

Είχα πια συμπληρώσει τον ένα χρόνο και κάτι ζωής, όταν, στα τέλη του ’41, κάτι ελπιδοφόρο φάνηκε στον ορίζοντα. Έβγαλε, λέει, ανακοίνωση ο δήμαρχος, ο υπάλληλος των Γερμανών δηλαδή κι ας ήταν συντοπίτης μας, πως μπορούσανε, όσοι θέλανε, να γράψουν γράμματα στους δικούς τους, στην Αφρική, στην Αυστραλία ή όπου αλλού. Ακόμα και αυτοί που αγνοούσανε την τύχη των δικών τους, που βρέθηκαν στον πόλεμο και δεν είχαν πια ειδήσεις τους. Δεν θα τα πηγαίνανε όμως στο ταχυδρομείο, αλλά στο δημαρχείο, ανοιχτά, όχι κλειστά. Και δεν έπρεπε να γράφουνε πολλά. Όσα χρειαζόντανε. Κι αυτά τα γράμματα θα τα έπαιρνε ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, να τα στείλει εκεί που έπρεπε. Το φώναξε και ο ντελάλης. Να το μάθουνε όλοι.

Τι ήτανε αυτός ο Ερυθρός Σταυρός, σχεδόν κανένας δεν ήξερε.
-Ε, σ΄ολα τα κακά που μας βρήκαν, δεν μπορεί αυτό να είναι το χειρότερο, είπε η πάντα ετοιμόλογη θεία Βαρβάρα στη γειτόνισσα της την Αμερισούδα Α. Κι αμέσως δαγκώθηκε κι έκανε στα γρήγορα ένα σταυρό.

Κι έτσι τα γράμματα άρχισαν να φθάνουν σωρηδόν στο δημαρχείο. Άλλα για τους ξενιτεμένους κι άλλα για “το γραφείο αιχμαλώτων”, που ποιος ξέρει αν θα ‘βρισκαν ζωντανούς ή πεθαμένους τους παραλήπτες τους.

Όλα τα διάβαζαν οι αρμόδιοι και, ανάλογα με το περιεχόμενο τους, σ’ άλλα μουτζούρωναν κάποιες λέξεις και τα έστελαν στον προορισμό τους, βάζοντας τη σφραγίδα “ΕΛΟΓΟΚΡΙΘΗ”, κι άλλα, τα εντελώς ακατάλληλα, τα πετούσαν στα σκουπίδια, χωρίς οι πονεμένοι αποστολείς να μάθουν κάτι σχετικά με την τύχη της γραφής τους.

Οι φάκελοι είναι πολλοί, αλλά πολλά από τα ονόματα των επιστολογράφων χάνονται στο βάθος του χρόνου.

Υπάρχει όμως κι ένα όνομα επιστολογράφου που χάθηκε πραγματικά. Χρήστος Γρηγορίου Ξαφέλλης, Παλαιοχώριον Πλωμαρίου Μυτιλήνης. Απευθύνεται στο “Γραφείο Αιχμαλώτων” του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρό, αναζητώντας άγνωστο ποιον. Κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί κάτι γι’ αυτόν. Μόνο πως κάποιος συνονόματος και συγχωριανός του πνίγηκε στο ναυάγιο της “Χιμάρας”, τον Ιανουάριο του 1947 στα παγωμένα νερά της Αδριατικής, κανείς όμως δεν θέλει να πει ή δεν θυμάται, αν ήταν ανάμεσα στους 49 κρατούμενους και μεταγόμενους κομμουνιστές που πνίγηκαν δεμένοι ή τέλειωσε τη ζωή του στην αγκαλιά της αγαπημένης του, με την οποία έφυγαν, όπως λένε όσοι δεν τον συμπαθούσαν, “αλληλοαπαχθέντες” από το χωριό τους το Παλαιοχώρι.

Κανείς δεν μπορεί να πει αν τα γράμματα έφτασαν στους παραλήπτες τους όπως γράφτηκαν ή δεν έφτασαν καθόλου. Αφού στον κάθε φάκελο υπάρχει με κόκκινη επισήμανση η φοβερή λέξη “ελογοκρίθη”. Η λέξη που από καταβολής κόσμου περιόριζε βάρβαρα την ελεύθερη επικοινωνία των ανθρώπων. Πάντως, οι επιστολογράφοι έγραψαν αυτά που ήθελαν να πούνε, αδιαφορώντας ίσως για τις συνέπειες.

Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης.

Facebook comments:

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here