Home Συνεντεύξεις Συνέντευξη του Ξ. Μαυραγάνη στο λογοτεχνικό περιοδικό Fractalart.gr

Συνέντευξη του Ξ. Μαυραγάνη στο λογοτεχνικό περιοδικό Fractalart.gr

642
0

Συνέντευξη παραχώρησε στο  διαδικτυακό  λογοτεχνικό περιοδικό, Fractalart.gr, ο συμπολίτης μας, Ξενοφών Μαυραγάνης, το οποίο θεωρείτε το πιο έγκυρο στο χώρο του διαδικτύου στο είδος του.

Στη συνέντευξη μιλάει για το λογοτεχνικό του έργο, τη Λέσβο, το Πλωμάρι, τη Θεσσαλονίκη, τη Λέσχη Πλωμαρίου “Βενιαμίν ο Λέσβιος”, τη δημοσιογραφία και για πολλά άλλα.

Ακολουθεί η συνέντευξη

Ξενοφών Μαυραγάνης: «Παράκληση θα έλεγα και έκκληση να μην αφήνουν εκτός ενδιαφερόντων τους την επαρχία »
Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη //

[highlight color=”eg. yellow, black”]Ο Ξενοφών Ευστρατίου Μαυραγάνης γεννήθηκε στο Πλωμάρι Λέσβου. Σπούδασε νομικά στη Θεσσαλονίκη, όπου και εργάσθηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος. Μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο Πλωμάρι, όπου είναι πρόεδρος του Δ.Σ. της «Λέσχης Πλωμαρίου Βενιαμίν ο Λέσβιος», και τη Θεσσαλονίκη.[/highlight]

-Κύριε Μαυραγάνη, από πότε ξεκινήσατε το ταξίδι της συγγραφής;

Από πολύ μικρός. Πάντα κάτι έγραφα. Μέχρι πρόσφατα στα συρτάρια του πατρικού μου σπιτιού στο Πλωμάρι έβρισκα μικρά χαρτιά ή τετραδιάκια με ποιήματα, απόπειρες συγγραφής διηγημάτων, σχεδιάσματα και σημειώσεις. Μερικές τις κράτησα και τις χρησιμοποιώ σήμερα.

-Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα; Ποιοι συγγραφείς σάς επηρέασαν;

Στα μαθητικά μου χρόνια διάβαζα πολλά παραμύθια από τις λαογραφικές συλλογές του πατέρα μου. Και πολλή ελληνική μυθολογία. Αργότερα διάβασα Καρκαβίτσα, Μωραϊτίνη, Παπαδιαμάντη, παρ’ όλο που η γλώσσα του με δυσκόλευε, αλλά και όλα σχεδόν τα έργα των μεγάλων ευρωπαίων συγγραφέων (Μολιέρος, Σαίξπηρ), που εκδίδονταν τότε σε πολύ καλές διασκευές για παιδιά. Κατασπάραξα τον Ιούλιο Βερν, τον Ντίκενς, τον Μαλρώ. Μετά διάβασα πάρα πολύ Έλληνες, Εφταλιώτη, Μυριβίλη, Βενέζη, Πρωτοπάτση, Πανσέληνο κ.λπ. Και βέβαια εφημερίδες και περιοδικά. Μεγάλη μου αδυναμία ο ΤΡΙΒΟΛΟΣ του Παπανικόλα.

-Αν και καθυστερήσατε να εκδώσετε λογοτεχνικά βιβλία, εν τούτοις τέσσερις συλλογές με διηγήματα αποτελούν μια δυναμική παρουσία στα γράμματα. Πώς προέκυψαν;

Η πρώτη εκδόθηκε στη Μυτιλήνη, από τις εκδόσεις ΕΜΠΡΟΣ, με τον προκλητικό τίτλο «Ο θείος μου ο Άγιος».

Πάντα έγραφα, αλλά τα κρατούσα για μένα ή για μερικούς καλούς φίλους. Από το 2004 είχα μια εβδομαδιαία στήλη στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της Μυτιλήνης, με τον τίτλο ΑΙΡΕΤΙΚΑ. Άρθρα κοινωνικής, αλλά και πολιτικής κριτικής. Φαίνεται ότι κάποια «λογοτεχνικά» μού ξέφευγαν, οπότε, μεταξύ άλλων, ένας καλός φίλος, ο φιλόλογος Νίκος Δέτσης, συγκέντρωσε μερικά και άρχισε τις προσπάθειές του να με πείσει να τα εκδώσω. Είναι αλήθεια ότι κοπίασε πολύ. Κάποια στιγμή ενέδωσα, ήμουνα πια συνταξιούχος από το 2007 και ως δικηγόρος και ως δημοσιογράφος, είχα χρόνο ν’ ασχοληθώ. Συγκεντρώσαμε 22, κάποια πιο δημοσιογραφικά και λιγότερο λογοτεχνικά και τα εξέδωσα. Έκπληκτος διαπίστωσα ότι έτυχαν πολύ καλής υποδοχής, τουλάχιστον από την κριτική των λεσβιακών μέσων ενημέρωσης. Οπότε συνέχισα, γράφοντας εντελώς καινούργια κείμενα, που όμως υπήρχαν μέσα μου είτε ως σκέψεις, είτε ως σχεδιάσματα. Και βέβαια ξαναγράφοντας πολλά που λίμναζαν στα συρτάρια μου.

-Κάθε διήγημα είναι πλασμένο με τέχνη και αγάπη. Υπάρχει κάποιο μυστικό στη συγγραφή;

Δεν υπάρχει μυστικό. Είναι απλώς η αγάπη γι’ αυτό που κάνεις ή θέλεις να κάνεις. Με την προϋπόθεση ότι κατέχεις τη γλώσσα και τον χειρισμό της. Οι λέξεις είναι επικίνδυνα πράγματα και πρέπει να ξέρεις πώς να τις χτίζεις. Αλλιώς, δε νομίζω πως μπορείς να προχωρήσεις.

-Στην συλλογή σας «Προς το παρόν υγιαίνω», εκδόσεις Νησίδες, στο διήγημά σας «Αυτός και εκείνος» αναφέρεστε στο Άγιο Όρος. Ποια είναι η εμπειρία σας από τις μακροχρόνιες επισκέψεις στα μοναστήρια;

pros-to-paron-mauraganis-Πράγματι, χωρίς να είμαι ένθεος, επισκεπτόμουνα πάρα πολλά χρόνια το Άγιο Όρος. Έχω πάει σ’ όλα τα μοναστήρια, σε πολλές σκήτες και σε αρκετά καλύβια. Τελικά «εγκαταβίωσα», όπως θα έλεγε ένας Αγιορείτης, στη Μονή Βατοπεδίου. Σε αντίθεση με τη γενική εικόνα που έχει σχηματισθεί στο πανελλήνιο γι’ αυτό το μοναστήρι, εγώ βρήκα εκεί φίλους ειλικρινείς και ανθρώπους φίλεργους, δημιουργικούς και ακαταπόνητους. Που με τον προσωπικό τους μόχθο ανάστησαν στο Βατοπέδι, την ιστορία και την παράδοση αιώνων που πήγαινε ολοταχώς στον θάνατο. Ίσως έκαναν και λάθη, παρακινούμενοι από διεφθαρμένες πολιτικές ηγεσίες, που θέλουν την Εκκλησία υπηρέτη των συμφερόντων τους, παρέχοντας αφειδώς ανταλλάγματα χωρίς δικό τους κόστος, αφού δεν ανήκουν σ’ αυτούς, αλλά στον λαό.

Στο Όρος λοιπόν βρήκα ανθρώπους σοφούς, ειλικρινά πιστούς, δουλευταράδες, εγκάρδιους φίλους, όπως συνάντησα και μπαγαπόντες, αληταράδες, ψεύτες, υποκριτές και επίορκους. Μ’ αυτούς δεν είχα πάρε δώσε. Πάντα οι επισκέψεις μου στο Όρος αποτελούσαν μια πνευματική όαση .

-Αναφέρεστε σε ένα μοναχό που για να ξεχάσει τις αμαρτίες του έμεινε χρόνια στο μοναστήρι. Και όμως από τα λεγόμενά του έσφυζε από ζωή. Μπορεί η ψυχή να αντισταθεί στη μοίρα που είναι γραμμένη για τον καθένα μας;

Δεν πιστεύω στην προδιαγεγραμμένη μοίρα, αφού τη μοίρα μας και την πορεία μας την καθορίζουμε εμείς. Είμαι σίγουρος, όμως, πως για να τιθασεύσουμε τη φύση και να την εκτρέψουμε από τον κανονικό της ρου χρειάζεται να δώσουμε μεγάλους αγώνες εναντίον της. Ο Μιχαήλ προσπαθούσε να τηρήσει όσα του έμαθαν ότι είναι σύμφυτα και συμβατά με τη ζωή ενός χριστιανού, πιστού ιδιαίτερα στην Παναγία, τη Δέσποινα του Όρους όπως την θέλουν οι αγιορείτικες παραδόσεις. Αλλά δεν άντεχε, γιατί η αγάπη του για τη ΖΩΗ τον οδηγούσε αλλού. Τον οδηγούσε στην ίδια τη ζωή. Αγωνιζόταν, όντας όμως σίγουρος, πως αν ο Έρωτας είναι αμαρτία, δε θα τον έδινε ο Θεός στους ανθρώπους.

-Στα «Δέκα γράμματα της Κατοχής» διαβάζουμε απλούς ανθρώπους να αφηγούνται τις δυσκολίες της καθημερινής επιβίωσης. Και από την άλλη πλευρά οι κατακτητές να τρώνε την καλύτερη τροφή. Δεν υπάρχει αντίθεση;

Όχι δεν υπάρχει αντίθεση, αφού αυτός είναι ο σκοπός και ο ρόλος των κατακτητών, πάσης φύσεως. Αυτό εφαρμόζουν όλες οι αυταρχικές εξουσίες. Επιφυλάσσουν γι’ αυτές τα οφέλη και τα κέρδη, επιρρίπτοντας τα βάρη και τις ευθύνες στους πολλούς, στα υποζύγια. Μήπως αυτό δεν συμβαίνει και σήμερα; Μόνο που τότε τα πράγματα ήταν πιο άγρια, πιο βάρβαρα και οδηγούσαν τις περισσότερες φορές στον θάνατο, των εξουσιαζομένων εννοείται.

anisamia-mauraganis-Στην νέα συλλογή «Ανισαμιά» εκδόσεις Νησίδες ο γενέθλιος τόπος κυριαρχεί στις αφηγήσεις. Ποια είναι η σημασία του για εσάς στην ζωή σας;

Πάντα, από φοιτητής ακόμα, έλεγα παίζοντας: «Κάτοικος Πλωμαρίου και ως εκ της υπηρεσίας μου Θεσσαλονίκης». Όχι πως δεν έζησα σημαντικές στιγμές στη Θεσσαλονίκη. Αντίθετα. Η καριέρα μου, η συμμετοχή μου στα κοινά, στους όποιους αγώνες, η γυναίκα μου, τα παιδιά μου στη Θεσσαλονίκη βρίσκονται. Αλλά το Πλωμάρι ούτε διαγράφεται, ούτε ξεχνιέται. Και η αγάπη γι’ αυτό μεγαλώνει, πλαταίνει και βαθαίνει, κάθε μέρα που περνά.

-Με τις αφηγήσεις σας μοιάζετε ως ένας περιηγητής που με τον λόγο του καταγράφει σημαντικές στιγμές της ζωής μας. Αυτός είναι και ο ρόλος του συγγραφέα;

Δε θα καθορίσω εγώ τον ρόλο του συγγραφέα. Για μένα όμως αποτελεί ανάγκη η καταγραφή και αποτύπωση της ιστορίας και της ζωής, όπως εξελίσσονται. Δεν λέω, υπάρχουν και οι στιγμές που θέλεις να εκφράσεις τον εαυτό σου και μόνο, αλλά, αλήθεια, μπορεί εσύ να αποτελείς τον κόσμο, να εκφράζεις μόνος σου τη ζωή την ίδια; Αν ο Όμηρος, για παράδειγμα, δεν ενέτασσε στα έπη του τα γεγονότα της εποχής θα ήταν άραγε αυτός που θαυμάζει αιώνες επί αιώνων η ανθρωπότητα;

-Είσαστε από τους δημοσιογράφους που εργαστήκατε σε μεγάλες εφημερίδες. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι σήμερα που να αγαπούν την δημοσιογραφία;

Νομίζω πως όχι. Οι πιο πολλοί αγαπούν το φαίνεσθαι. Την εικόνα, την οθόνη, την προβολή. Όχι τη γραφή και τον λόγο. Εμείς τότε, γύρω στα 1960, δουλεύαμε χρόνια, για να αξιωθούμε να δούμε την υπογραφή μας κάτω από κείμενο. Πολλοί μάλιστα χωρίς μισθό. Επιμέναμε, όμως, γιατί αυτή η ενασχόλησή μας με τα συμβαίνοντα, τα γεγονότα, τη ΖΩΗ εν τέλει μας γοήτευε.

-Γράφατε σε εφημερίδες και σε περιοδικά. Μπορείτε να μας αναφέρετε μερικές συνεργασίες σας;

Αρθρογράφησα στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», στην εβδομαδιαία έκδοση της «Καθημερινής» για τη Θεσσαλονίκη και σε εφημερίδες της Μυτιλήνης. Στο «Εμπρός» και στα «Νέα της Λέσβου». Κυρίως με απασχολούσε η πολιτική με την ευρεία έννοια και τα κοινωνικά θέματα. Βαρέθηκα όμως. Τίποτα απ’ όσα σωστά ή λάθος υποστήριξα δεν άσκησε επιρροή, ή καλύτερα δεν λήφθηκε υπ’ όψη. Για παράδειγμα, χρόνια αγωνίστηκα με τον τρόπο μου για να υπάρχει ακτοπλοϊκή σύνδεση των νησιών μας με τη Θεσσαλονίκη. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα.

-Ποια βιβλία, από αυτά που διαβάζετε, σας ενδιαφέρουν περισσότερο;

Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ιστορία, αλλά και η μικροϊστορία. Παλιότερα διάβαζα και μυθιστορήματα και διάβασα πολλά. Και κλασικά και σύγχρονα. Τώρα, όμως, με κουράζουν. Προτιμώ τα διηγήματα, την ποίηση, τα λογοτεχνικά περιοδικά.

-Αλήθεια πώς βρεθήκατε από τη Λέσβο στην Θεσσαλονίκη;

Ήρθα ως φοιτητής νομικής. Ερωτεύτηκα τη δημοσιογραφία και δόθηκα σ’ αυτήν εγκαταλείποντας λίγο πριν το τέλος τις νομικές μου σπουδές. Αλλά η ζωή τα έφερε έτσι που, μετά από συνδικαλιστικούς αγώνες και απολύσεις, στο τέλος «κατάντησα» δικηγόρος των δημοσιογράφων. Τελικά δεν μπορώ να δηλώσω δυσαρεστημένος.

dromos-ammoudeli

-Θεσσαλονίκη – Λέσβος. Ποια είναι τα μέρη και από τις δυο πόλεις που θα προτείνατε να επισκεφτούμε;

Τη Θεσσαλονίκη την χαρακτηρίζει η βυζαντινή παράδοση και ο πολιτιστικός πλούτος που απορρέει απ’ αυτήν. Ο Λευκός Πύργος και το μουσείο του, η Επάνω Πόλη με τα κάστρα της, τα συμμαχικά νεκροταφεία του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και η ασύγκριτη παραλία της με θέα τον Θερμαϊκό.Στη Λέσβο πάλι, πέρα από τις θαυμάσιες παραλίες του Αγίου Ισιδώρου και της Μελίντας στο Πλωμάρι, το Τάρτι προς τα ανατολικά, η Δρώτα και τα Βατερά προς τα δυτικά, το ακρωτήρι του Αγίου Φωκά, ο Μόλυβος, το Σίγρι με το μουσείο φυσικής ιστορίας, τα μουσεία Θεόφιλου και Τεριάντ στη Μυτιλήνη, η παραλία της Ερεσού, η Αγιάσος που πάντοτε σφύζει από κόσμο.

-Πέρα από την συγγραφή και τη δημοσιογραφία είσαστε και Πρόεδρος του αρχαιότερου πολιτιστικού σωματείου «Λέσχη Πλωμαρίου Βενιαμίν ο Λέσβιος» . Ποιες είναι οι δραστηριότητές σας;

Παραλάβαμε το 2007 μια μισοκατεστραμμένη αίθουσα κι ένα σωματείο στα πρόθυρα του θανάτου. Δημιουργήσαμε την κινηματογραφική Παρασκευή, την ομάδα λογοτεχνικής ανάγνωσης της Τετάρτης, στήνουμε κάθε τόσο εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής, παρουσιάσεις βιβλίων, εκδόσεις όπως η χειρόγραφη ΦΥΣΙΚΗ του Βενιαμίν, το επετειακό λεύκωμα για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Λέσβου, την «Ποίηση και χρονογραφία του Γιώργου Ζεϊμπέκη» του Αριστείδη Καλάργαλη, τη «Θεωρία του Πανταχηκίνητου του Βενιαμίν» του Αντώνη Ανδριώτη, συνεργαζόμαστε με την χορωδία ΑΛΚΑΙΟΣ. Σήμερα, χάρη στη δραστηριότητα της Εταιρίας Τουριστικής Ανάπτυξης της Λέσβου (ΕΤΑΛ), βρισκόμαστε στη διαδικασία ψηφιοποίησης του πολιτιστικού αποθέματος της ΛΕΣΧΗΣ μας.

-Υπάρχει κάποια στήριξη από τον Δήμο και την Περιφέρεια;

Καμία απολύτως. Η μόνη παραχώρηση του Δήμου ήταν να μας απαλλάξει για μια δεκαετία από το ενοίκιο, έναντι της υποχρέωσής μας να ανακαινίσουμε την αίθουσα.

-Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν την συνέντευξή σας;

Παράκληση θα έλεγα και έκκληση να μην αφήνουν εκτός ενδιαφερόντων τους την επαρχία. Είναι αυτή που θα σώσει τη χώρα στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. Οι κάτοικοι της Αθήνας δυστυχώς, γκαγκαραίοι ή επήλυδες, δεν θέλουν να γνωρίζουν τι γίνεται έξω από τα κλειστά σύνορά τους. Όπου νομίζουν ότι ζουν ευτυχισμένοι κάνοντας κάπου-κάπου διακοπές στο χωριό. Η οικονομική και πολιτιστική αναγέννηση αναγκαστικά θα προέλθει από την ύπαιθρο χώρα, όπως συνηθίζουν να λένε, κι εκεί θα φυτρώσουν οι νέες υγιείς δυνάμεις. Μέχρι στιγμής, πάντως, οι περιχαρακωμένοι των Αθηνών κάνουν ό, τι μπορούν για να αποτελειώσουν την επαρχία.

Πηγή: www.fractalart.gr

Facebook comments:

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here