Home Δελτία Τύπου Bαρβαγιάννη, το ούζο των έξι γενεών

Bαρβαγιάννη, το ούζο των έξι γενεών

1410
1

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – ΟΙΝΟΧΟΟΣ Hμερομηνία : 05-08-09
Η αυθεντικότητα και η ποιότητά του είναι τα όπλα του σε μια ολοένα και πιο ανταγωνιστική αγορά. Κι αυτή είναι η ιστορία του…        ΤΗΣ ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ

Λέσβος, νησί πλούσιο και ευλογημένο.Εύφορη γη, εξαιρετικό κλίμα και άφθονα νερά – ιδανικό περιβάλλον για τα λιόδεντρα, τα οπωροφόρα, τα αρωματικά φυτά. Αλλά και για μια μοναδική ποικιλία γλυκάνισου που έμελλε να ταυτιστεί με ένα από τα πιο διάσημα προϊόντα αυτού του τόπου: το ούζο, το δημοφιλές μυρωδάτο απόσταγμα (το όνομά του πιθανότατα έχει τη ρίζα του στην αρχαιοελληνική λέξη «όζω» -από το δυνατό του άρωμα).

Στη Λέσβο, μέσα στους αιώνες, ο γλυκάνισος, ο μάραθος, η μαστίχα, ο κορίανδρος, το φλαμούρι, το κάρδαμο και άλλα αρωματικά φυτά μπήκαν στους άμβυκες για να υλοποιηθούν οι συνταγές πολλών οικογενειακών επιχειρήσεων παραγωγής ούζου. Η παραγωγή, βέβαια, γινόταν σε μικρά αποστακτήρια, τα ρακαδιά. Εμείς θα ακολουθήσουμε τη συναρπαστική πορεία μιας από αυτές, που εδώ και σχεδόν 150 χρόνια, με πολλή αγάπη και μεράκι, επιλέγει αγνά, φυσικά υλικά και παρακολουθεί με ιδιαίτερη φροντίδα τη διαδικασία απόσταξης, που γίνεται με τον παλιό, παραδοσιακό τρόπο· την ιστορία της οικογένειας Βαρβαγιάννη από το Πλωμάρι.

Το Πλωμάρι, στο νότιο τμήμα του νησιού, άρχισε να γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο διάστημα αυτό χτίστηκαν πολλά εργοστάσια (ελαιοτριβεία και σαπωνοποιεία, δύο πυρηνεργοστάσια, βυρσοδεψεία, αλευρόμυλοι και ποτοποιίες) κυρίως στην ακτογραμμή, αφού η γειτνίαση με τη θάλασσα διευκόλυνε τη μεταφορά των προϊόντων.

Ο Ευστάθιος Βαρβαγιάννης έφτασε στη μικρή αλλά ανθούσα κωμόπολη γύρω στα 1860. Στην Οδησσό, όπου ήταν εγκατεστημένη η οικογένειά του, είχε μάθει τα μυστικά της απόσταξης. Ιδρυσε, λοιπόν, μια οικοτεχνία παραγωγής ούζου κοντά στον ποταμό Σεδούντα. Χρόνια αργότερα, ο γιος του Ιωάννης Βαρβαγιάννης (1827-1906) ιδρύει το πρώτο αποστακτήριο και το εξοπλίζει με σύγχρονα μηχανήματα. Τον Ιωάννη διαδέχεται ο πρωτότοκος γιος του Ευστάθιος, σε μια εποχή σημαντικών γεγονότων και αλλαγών.

Το 1912, η Λέσβος ενσωματώνεται στην Ελλάδα και λίγο αργότερα μπαίνει, μαζί με την υπόλοιπη χώρα, στη δίνη των εθνικών περιπετειών που αδήγησαν στη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Παρ’ όλα αυτά, η μικρή βιοτεχνία δεν κλυδωνίζεται αλλά κάνει σημαντικά βήματα προόδου κερδίζοντας φήμη και νέες αγορές. Το ούζο φτάνει σε βαρέλια στα μεγαλύτερα ελληνικά λιμάνια (Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη, Σύρο) αλλά και στο εξωτερικό, ώς την Αλεξάνδρεια και τη Βηρυτό. Ικανότατος και διορατικός επιχειρηματίας, ο Ευστάθιος αρχίζει να τυποποιεί το προϊόν που παράγει. Το ούζο εμφιαλώνεται, φυσικά, στο χέρι, φέρει την ένδειξη «Υπερεξαιρετικόν ΑΑ63» και τη χαρακτηριστική μπλε ετικέτα με το όνομά του. Η ονομασία του οφείλεται σε έναν αμφορέα χωρητικότητας 63 οκάδων που σήμερα φυλάσσεται στο Μουσείο Ούζου…
Ο Ιωάννης και η Ειρήνη Βαρβαγιάννη τη δεκαετία του ΄50

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την απελευθέρωση, ο Ιωάννης Βαρβαγιάννης αναλαμβάνει τα ηνία, αφού ο πατέρας του έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Το 1947 παντρεύεται την Ειρήνη Στεφανή και αποκτούν τρία παιδιά: τον Στάθη, τον Μανώλη και τη Βάγια. Ο νέος δραστήριος διαχειριστής είναι άνθρωπος που χαίρει της εκτίμησης και της αγάπης των ντόπιων. Φροντίζει τόσο την προμήθεια νέου μηχανολογικού εξοπλισμού όσο και τις εξαγωγές, οι οποίες από το 1965 αρχίζουν και πάλι – αρχικά προς τις ΗΠΑ, τη Νότια Αφρική και την Αυστραλία και αργότερα προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Η εταιρεία πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο.

Ακόμη και στη δεκαετία του 1970, όταν τα ξένα αλκοολούχα ποτά αρχίζουν να κερδίζουν τις προτιμήσεις των καταναλωτών εκτοπίζοντας σιγά-σιγά το ούζο, και πολλοί ποτοποιοί, για να αντέξουν τον ανταγωνισμό, μειώνουν το κόστος ρίχνοντας ταυτόχρονα και την ποιότητα του προϊόντος, ο Ιωάννης Βαρβαγιάννης αρνείται να μπει σ’ αυτήν τη διαδικασία. Ξέρει πως η φήμη του Ούζου Βαρβαγιάννη βασίζεται στην ποιότητά του. Και έχει απόλυτο δίκιο…

Οταν το 1987 φεύγει από τη ζωή, σε ηλικία 67 ετών, τα παιδιά του αναλαμβάνουν την οικογενειακή επιχείρηση. Για τη Βάγια Βαρβαγιάννη μια τέτοια απόφαση ήταν αυτονόητη… «Πάντα ήμουν δίπλα στον πατέρα μου και ποτέ δεν έφυγα από το χωριό μας», λέει σήμερα. «Εκείνος μου έδειξε ότι ήταν μονόδρομος η δουλειά μας». Η μικρή κόρη του Ιωάννη Βαρβαγιάννη μοιράζεται τη διοίκηση της εταιρείας με τους αδελφούς της, Στάθη και Μανώλη. Η ίδια έχει την ευθύνη για τα οικονομικά και τη λειτουργία του λογιστηρίου. Είναι παντρεμένη με τον φυσικομαθηματικό Παναγιώτη Φρυδά και έχουν δύο παιδιά, τον Γιάννη και την Ειρήνη.

Η ζωή της είναι συνυφασμένη με την πορεία της οικογενειακής επιχείρησης. «Τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια είναι η μυρωδιά του γλυκάνισου από την απόσταξη, τα καζάνια που ήταν κάτω από το σπίτι μας και τώρα ξεκουράζονται στο Μουσείο Ούζου, τα πρόσωπα των ανθρώπων που δούλευαν κοντά στον πατέρα μου και ιδιαίτερα τις κοπέλες που έβαζαν τις ετικέτες στα μπουκάλια – μαζί δουλεύαμε και παίζαμε μαζί». Δίπλα στον πατέρα της έμαθε πολλά – εφόδια για τη μετέπειτα πορεία και τον νέο ρόλο της στην εταιρεία. «Μου έμαθε πώς γεννιέται αυτό το ιδιαίτερο προϊόν και είχε μεγάλη αξία να βλέπω καθημερινά πώς εκείνος διαχειριζόταν κάποιες καταστάσεις, τη φιλοσοφία του, γενικότερα, για τη ζωή».

Οταν η ίδια και τα αδέλφια της ανέλαβαν τη διοίκηση, οι «Κασσάνδρες» προέβλεπαν έριδες και δυσλειτουργίες. Κι όμως, η συνεργασία του Στάθη, του Μανώλη και της Βάγιας δεν είναι μόνο αρμονική αλλά και αποδοτική. Από τη δεκαετία του 1990 η ποτοποιία διατηρεί μια σταδιακά ανοδική πορεία, με παραγωγή που κυμαίνεται στα 400-450 χιλιάδες λίτρα. Νέα προϊόντα βγήκαν στην αγορά, καινούργιοι άμβυκες έχουν αυξήσει τη δυνατότητα παραγωγής και πολλές μικρές δεξαμενές φυλάσσουν τα αποστάγματα που παράγονται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Οι εξαγωγές αντιστοιχούν στο 20% της παραγωγής.

Τι είναι αυτό που τους κρατάει άραγε δεμένους; «Το πείσμα για τη διατήρηση μιας σπουδαίας κληρονομιάς», τονίζει με έμφαση η Βάγια Βαρβαγιάννη. «Η επιθυμία μας να παραδώσουμε στην 6η γενιά, στα παιδιά μας, μια επιχείρηση που θα είναι πάντα οικογενειακή και ελληνική. Οι αρχές μου στη δουλειά είναι οι εξής: προσπαθώ, μπορώ, προχωρώ. Και δεν αναβάλλω τίποτα για αύριο». Και στη ζωή, τη ρωτώ. «Μα, δουλειά και ζωή είναι μαζί», απαντάει εκείνη αφοπλιστικά. Πράγματι, για την οικογένεια Βαρβαγιάννη αυτό συμβαίνει, έξι γενιές τώρα…

Info: Το 1997, η οικογένεια Βαρβαγιάννη δημιούργησε στο Πλωμάρι το πρώτο Μουσείο Ούζου στην Ελλάδα. Στους ανενεργούς πια άμβυκες που θα δείτε εκεί είναι γραμμένη η ιστορία της ελληνικής ποτοποιίας…
«Είναι μια ζωντανή φωνή που λέει ότι εκεί υπάρχει κάτι διαφορετικό, αυτό που λέμε παράδοση, αυτό που λέμε οικογενειακή επιχείρηση», όπως εύστοχα λέει ο Μανώλης Βαρβαγιάννης. Πληροφορίες στο www.barbayanni-ouzo.com

Comments Closed

1 COMMENT

  1. Ευτυχώς που εχουμε τα ούζα μας και μας αναδεικνύουν ως χωριό!!!!!!!!!!!!

Comments are closed.